λατρευτικούς

λατρευτικούς
λατρευτικός
servile
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • εικονοκλάστης — ο (AM εἰκονοκλάστης) αυτός που σπάει ή καταστρέφει τις εικόνες γιατί αποδοκιμάζει τη χρήση τους για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. ο καινοτόμος, ο οποίος αρνείται κάθε στοιχείο παραδοσιακό …   Dictionary of Greek

  • εικόνισμα — και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν) η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων τής Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. φρ. «τόν έχω κόνισμα» τόν αγαπώ και τόν σέβομαι πάρα πολύ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μενχίρ — (menhir). Όρος της βρετονικής που σημαίνει μακρός λίθος και χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ένα είδος προϊστορικού μνημείου αρκετά διαδεδομένου στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία και γενικά σε όλες τις μεσογειακές περιοχές που… …   Dictionary of Greek

  • ξόανο — Έτσι ονομάζονταν τα ξύλινα ή λίθινα αγάλματα ή είδωλα, που ήταν και τα πρώτα δοκίμια της ελληνικής γλυπτικής. Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό και ότι ήταν έργα θεών ή ηρώων, γι’ αυτό και τα ονόμαζαν διιπετή και τα λάτρευαν με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”